Από πολύ μικρή το είχα αυτό, από τότε που πήγαινα στο σχολείο. Αλλά και, μεγαλώνοντας, θυμάμαι ότι κάθε φορά που έμπαινα στο λεωφορείο για να πάω στο πανεπιστήμιο -όταν δεν με έπαιρνε ο ύπνος- κοιτούσα όσους μπαινόβγαιναν και προσπαθούσα να καταλάβω πού πάνε, από πού ήρθαν, αν είναι ευτυχισμένοι, αν είναι ερωτευμένοι. Δεν το έκανα από... κουτσομπολιό, αλλά από αληθινή περιέργεια και ενδιαφέρον. Θα μου πείτε «πώς ενδιαφέρεσαι για κάποιον που δεν ξέρεις;». Κι όμως. Ειδικά κάθε φορά που καθόμουν δίπλα σε μια γιαγιά ή σε κάποιον παππού, ήθελα να μάθω τα πάντα για τη ζωή τους. Είχαν πάντα ωραίες ιστορίες να διηγηθούν. Μάλιστα, όταν έβλεπα κάποιον παππούλη εμφανώς στεναχωρημένο, στενοχωριόμουν κι εγώ.
Μελετούσα το πρόσωπό του και προσπαθούσα να καταλάβω τι έχει. Αν δεν είχε όρεξη να μιλήσει, δεν του μιλούσα. Αν όμως με κοιτούσε, του χαμογελούσα. Υπήρχαν φορές που δεν αντιδρούσε, δεν χαμογελούσε πίσω. Τις περισσότερες ωστόσο φορές, μου χαμογελούσε πίσω και τότε ένιωθα πως είχα ...ολοκληρώσει την αποστολή μου.
Χα. Περίεργη συνήθεια, ε; Την έχω ακόμη και τώρα. Πείτε μου ότι δεν είμαι η μόνη. Πείτε μου ότι κι εσείς κάνετε -έστω μερικές φορές- κάτι παρόμοιο...