«4 χρόνια και 4 μήνες ακριβώς, με τον άνδρα να είναι μεγαλύτερος» απάντησαν ερευνητές που ασχολήθηκαν με το θέμα το 2013, αν και τα αποτελέσματα δεν βασίστηκαν στην καταγραφή δεδομένων της προσωπικής ζωής των συμμετεχόντων, αλλά στην εκτίμησή τους σχετικά με την ιδανική διαφορά ηλικίας ανάμεσα σε ένα ζευγάρι.
Πιο πρόσφατη μελέτη του Emory University στην Atlanta, έδειξε πως, σε ό,τι έχει να κάνει με τον έγγαμο βίο, όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά ηλικίας ανάμεσα στους συντρόφους τόσο μεγαλύτερη είναι και η πιθανότητα του διαζυγίου. Συγκεκριμένα, μια αμελητέα διαφορά ηλικίας 1 έτους έδωσε μόλις 3% πιθανότητα διαζυγίου, τη στιγμή που ζευγάρια με διαφορά ηλικίας 5 ετών είχαν, σύμφωνα με την έρευνα, 18% πιθανότητα διαζυγίου. Το ποσοστό αυξήθηκε στο 39% για μια δεκαετή διαφορά και στο δυσθεώρητο 95% για μια διαφορά δύο δεκαετιών.
Η ίδια μελέτη, πάντως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σημαντικό ρόλο σε αυτό το παιχνίδι πιθανοτήτων παίζει και το διάστημα που η σχέση έχει ήδη διαρκέσει: Αν ένα ζευγάρι καταφέρει να μείνει παντρεμένο για δύο χρόνια, έχει 43% λιγότερες πιθανότητες να χωρίσει, ενώ, γιορτάζοντας την πρώτη του δεκαετία μαζί, έχει ήδη σχεδόν αρπάξει από τα μαλλιά το μεγαλεπήβολο «για πάντα μαζί», μειώνοντας κατά 94% τις πιθανότητες ενός διαζυγίου. Το να μείνει με την τούφα στο χέρι είναι, βέβαια, και πάλι, μια υπαρκτή πιθανότητα.
Κι ενώ μια τρίτη, ακόμα πιο πρόσφατη έρευνα, αυτή του dating site «Elite Singles» σε 450.000 χρήστες του, κατέληξε στο ότι άνδρες και γυναίκες έχουν διαφορετική «ηλικιακή γκάμα», όλες τείνουν να συμφωνούν στο κλισέ του μεγαλύτερου άνδρα και της νεότερης γυναίκας – ένας κανόνας που έχει, αν κοιτάξουμε γύρω μας, όλο και πιο πολλές εξαιρέσεις να τον επιβεβαιώνουν.
Υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, ένα μεγάλο και μάλλον αξεπέραστο πρόβλημα με όλους αυτούς τους αριθμούς: Πως ακριβώς μετρά κανείς την αγάπη ή την ευτυχία ώστε να είναι σίγουρος ότι έχει καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα;